- ψυχοπαίδα
- η1) см. ψυχρκόρη; 2) служанка без жалованья, но с правом на приданое
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοπαίδα — η, Ν ψυχοκόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παιδί, κατά τα θηλ. σε α] … Dictionary of Greek
ψυχοπαίδα — η 1. θετή κόρη, ψυχοκόρη. 2. νεαρή υπηρέτρια την οποία η οικογένεια έχει αναλάβει να την αποκαταστήσει μελλοντικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)